καταλύτης — lodger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλυτής — ο θηλ. καταλύτρα (Μ καταλυτής) [καταλύω] αυτός που καταλύει, που καταστρέφει νεοελλ. καταλύτης* … Dictionary of Greek
καταλύτης — ο (Α καταλύτης) νεοελλ. χημ. σώμα που προκαλεί καταλυτική δράση αρχ. 1. αυτός που καταλύει κοντά σε κάποιον, φιλοξενούμενος 2. διαιτητής … Dictionary of Greek
καταλύται — καταλύτης lodger masc nom/voc pl καταλύτᾱͅ , καταλύτης lodger masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύτην — καταλύτης lodger masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύτου — καταλύτης lodger masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύτῃ — καταλύτης lodger masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
θόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Th. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινίδων. Έχει ατομικό αριθμό 90, ατομική μάζα 232,04 και δύο σταθερά ισότοπα· το 230Th, που ονομάζεται και ιόνιο, εκπέμπει ισχυρά σωμάτια α.… … Dictionary of Greek